- συμπάθειο
- το, Ν(δ. γρφ.) βλ. συμπάθιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στανιό — το, Ν 1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό) 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι 3. φρ. «με το στανιό» ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν… … Dictionary of Greek
συμπάθιο — και δ. γρφ. συμπάθειο, το, Ν 1. συγγνώμη, συγχώρηση («συμπάθιο πρώτα σού ζητώ, κερά και θυγατέρα», Ερωτόκρ.) 2. φρ. «με το συμπάθιο» με συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμη 3. παροιμ. φρ. «απ τον καιρό που βγήκε το συμπάθιο χάθηκε η ευγένεια» λέγεται για… … Dictionary of Greek